- προσποιεῖται
- προσποιέωmake over topres ind mp 3rd sg (attic epic)προσποιέωmake over topres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσποιούμαι — προσποιήθηκα 1. υποκρίνομαι, προσπαθώ να φανώ αλλιώτικος για να ξεγελάσω κάποιον: Προσποιείται τον αθώο. 2. απομιμούμαι: Προσποιείται τα καμώματα του θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίστερος — ὁ γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας Histeridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hister (< λατ. hister «ηθοποιός» επειδή το εν λόγω έντομο προσποιείται ότι είναι νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)] … Dictionary of Greek
αγαθοπόνηρος — η, ο αγαθός και πονηρός ταυτόχρονα ή πονηρός που προσποιείται τον αγαθό … Dictionary of Greek
ακκιστικός — ἀκκιστικός, ή, όν (Μ) [ἀκκίζομαι] αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
απροσποίητος — η, ο (AM ἀπροσποίητος, ον) αυτός που δεν προσποιείται, ανυπόκριτος … Dictionary of Greek
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… … Dictionary of Greek
εθελακριβής — ἐθελακριβής, ές (Α) αυτός που θέλει να είναι ή προσποιείται ότι είναι ακριβής … Dictionary of Greek